- μερεύω
- μερεύω, μέρεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μερεύω — βλ. ημερεύω … Dictionary of Greek
(η)μερεύω — (η)μέρεψα, (η)μερεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάποιον ήμερο, δαμάζω: Δεν μπορώ να μερέψω αυτό το άλογο. 2. γαληνεύω, καθησυχάζω: Είδαν κι έπαθαν να τον μερέψουν. 3. αμτβ., γίνομαι ήρεμος, καλμάρω: Μερικά ζώα δε μερεύουν με κανέναν τρόπο. – Μέρεψε κάπως ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέρευτος — και ανημέρευτος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν μπορεί να εξημερωθεί, ανήμερος, ατίθασος 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαγριωμένος, ακατεύναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μερεύω. Η λ. ανημέρευτος αποτελεί παράλληλο τ. τού επιθ … Dictionary of Greek
ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου … Dictionary of Greek